4ο Δημοτικό Σχολείο ΙΛΙΟΥ Εγκυκλοπαίδεια

4ο Δημοτικό Σχολείο ΙΛΙΟΥ

 

Διεύθυνση: Πολυτέκνων 20  Ίλιον

 Τηλέφωνο: 210-2612083 -  Fax: 210-2691536

 email: 4dimiliou@sch.gr

 

Ποιητές - Ουράνης Κώστας

1. Βιογραφικό

2. Ποιήματα: 1. Της αγάπης  2. Ερωτικό  3. Θα πεθάνω  4. Ζωή  5. Η ζωντανή νεκρή  6. Το ηλιοβασίλεμα  7. Ερωτικά IV  8. Νοσταλγίες  9. Ταξίδι στα Κύθηρα  10. Η αγάπη  11. Περαστικές  12. Vita nuova   13. Ένα καράβι φεύγει  14. Κατοχή  15. Δον Κιχώτης  16. Κορίτσι των δεκατριών χρόνων  17. Κορίτσια του παλιού καιρού  18. Τελευταία σχεδιάσματα 

 

"Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής και δημοσιογράφος (πραγματικό όνομα Κώστας Νιάρχος). Έζησε τα παιδικά του χρόνια και έκανε τις εγκύκλιες σπουδές του διαδοχικά στο Λεωνίδιο, Ναύπλιο και Κωνσταντινούπολη. Στην Αθήνα ήρθε στα 18 του χρόνια και εργάστηκε για λίγο στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη. Πήγε κατόπιν στο εξωτερικό για να σπουδάσει αλλά έζησε μποέμικη ζωή, προσβλήθηκε από φυματίωση και έμεινε δύο χρόνια στο σανατόριο του Νταβός στην Ελβετία. Το 1920 διορίστηκε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Λισσαβόνα, ενώ το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα και εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

 

Στα Γράμματα ο Ουράνης πρωτοεμφανίστηκε το 1908 και έκτοτε συνεργάστηκε με όλα σχεδόν τα αξιόλογα περιοδικά της Αθήνας και της Αλεξάνδρειας. Τη νεανική του συλλογή Σαν όνειρο, που τύπωσε το 1909, την αποκύρηξε και θεώρησε ως πρώτη συλλογή του την Spleen του 1912 (η λέξη σημαίνει μελαγχολία, υποχονδρία και πλήξη), στην οποία όμως τα πεζολογικά στοιχεία και η δυσκαμψία του στίχου δίνουν μετριότατα αποτελέσματα. Ουσιαστικά η προσωπική ποιητική του προσφορά παρουσιάζεται με τις Νοσταλγίες (1920) και συμπληρώνεται με τις Αποδημίες, μια συλλογή ποιημάτων δημοσιευμένων σε διάφορα περιοδικά, που συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά στη μεταθανάτια έκδοση με το γενικό τίτλο Ποιήματα (1953). Επίσης μεταθανάτια συγκεντρώθηκε, χάρη στις φροντίδες της δεύτερης γυναίκας του, της κριτικού Αλκη Θρύλου, η διάσπαρτη σε περιοδικά και εφημερίδες, όπως και σε εξαντλημένα βιβλία του, ποικίλη εργασία του. Έτσι, εκδόθηκαν σε ομοιόμορφους τόμους, τα ταξιδιωτικά του: Ιταλία (1953), Ισπανία (1954), Γλαυκοί δρόμοι (1955), Ελλάδα (1956), Από τον Ατλαντικό στη Μαύρη Θαλασσα (1957), τα αφηγήματα, χρονογραφήματα, συνεντεύξεις κτλ.: Αναβίωση (1955), Αποχρώσεις (1956) και τα κριτικά του: Δικοί μας και ξένοι (1954 - 56, σε τρεις τόμους) και Στιγμιότυπα (1958). Στην ανάθεση του Αλκη Θρύλου οφείλεται και η βιογραφία του Ουράνη (1908 - 61) του Π. Μαρκάκη, που εκδόθηκε το 1962.

 

Ως ποιητής ο Ουράνης, με τη βαθιά και ουσιαστικά κοσμοπολίτικη παιδεία του, επηρεασμένος από τον Μπωντλαίρ και τους Γάλλους «ποιητές της παρακμής» (όπως αυτοχαρακτηρίζονταν πριν επικρατήσει ο όρος συμβολιστές), καλλιέργησε μια ποίηση χαμηλών τόνων, στην οποία επικρατούσαν τα αισθήματα της ανίας, της συγκρατημένης απελπισίας, της νοσταλγίας και της φυγής. Ωστόσο, οι καταστάσεις αυτές, κυρίαρχες στους γαλλικούς κυρίως λογοτεχνικούς κύκλους, στα τέλη του 19ου αιώνα, μεταφερμένες τώρα σε μια άλλη εποχή, την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με μια διαφορετική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, η οποία ευνοούσε ιδιαίτερα τα νέα εικονοκλαστικά αισθητικά κινήματα, έμοιαζαν να κατάγονται μάλλον από φιλολογικές επιρροές, παρά από εμπειρίες ζωής. Μολαταύτα ο Ουράνης για τους συνοδοιπόρους του, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα, θεωρήθηκε σημαντικός ποιητής. Ακόμη και η ατιμέλητη μορφή των στίχων του και οι αλλεπάλληλες χασμωδίες του είχαν εκληφθεί ως ηθελημένοι εκφραστικοί τρόποι και ως στοιχεία ύφους, τα οποία συνόδευαν οργανικά τα ποιητικά του θέματα. Θα ήταν υπερβολή να το υποστήριζε κανείς σήμερα. Όμως θα πήγαινε και στο άλλο άκρο αν έλεγε ότι από αυτή τη βαρύρυθμη και πεζολογική ποίηση, όπου κάποιοι ρεαλιστικοί τόνοι διαβρώνουν το ρομαντισμό της, δεν σώζεται συχνά μια ατμόσφαιρα εποχής με διαχρονικά στοιχεία. Μια προσεκτική και ευαίσθητη ανθολόγηση του ποιητικού του έργου μπορεί να το πιστοποιήσει, όπως και να επισημάνει τις διαστάσεις του.

 

Ο Ουράνης παραμένει ποιητής και στα ταξιδιωτικά του έργα, τα διηγήματα, τα αφηγήματα και τα χρονογραφήματά του. Ο άκρατος υποκειμενισμός του τα χρωματίζει με θερμούς τόνους, έτσι που να φανερώνονται ως αυτοβιογραφικές εκμυστηρεύσεις, συνθήκη όμως που μειώνει την εμβέλεια των κριτικών του μελετημάτων, χωρίς ωστόσο αυτά να χάνουν τη σχετική σημασία τους.

 

 

      Της αγάπης: ( Ουράνης Κώστας)

 

Νά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη

που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,

μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως

τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!

 

Πόσες φορές αλίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας

πως επιτέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:

Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα

την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.

 

Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,

τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα

κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'

 

Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,

του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:

-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ' είδα!...

 

           Ερωτικό: ( Ουράνης Κώστας)

 

Δεν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω

αν θα σ'αγαπώ

ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα

όπως, κι όσο, τώρα'

 

Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,

αν θα μαραθεί

πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,

δεν μπορώ να ξέρω.

 

Ο, τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα

που 'γινες δική μου

άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα

μπήκε στη ζωή μου'

 

Όλα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου

σκόρπισε η χαρά,

σαν στα βαλτοτόπια που τα πλημμυρίζουν

ζωντανά νερά.

 

Έχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα

κι ό,τι είχα ποθήσει:

Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη

που δεν είχα ζήσει.

 

Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να

μαγικό γυαλί

κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη

τόσο πιο πολύ,

 

πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα

φύγει πάλι πίσω

κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,

-κάλλιο να μην ζήσω .

 

  Θα πεθάνω: ( Ουράνης Κώστας)

 

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'

στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω

και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος

 

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

μέσα σ' επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,

θα με βρουν στο κρεβάτι μου. θε ναρθεί ο αστυνόμος

θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία.

 

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά

θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον Ουράνη

μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!..."

Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός έχει πεθάνει".

 

Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,

θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,

θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"

Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι.

 

Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει

πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,

νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδώσει

συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".

 

Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.

Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου

και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες

όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου.

 

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι

σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,

και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην

θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.

 

 ΖΩΗ ( Ουράνης Κώστας)

 

    Κ άποιες φορές,σα βράδιαζεν αργά στην κάμαρά μας,
τ΄ωχρό κεφάλι γέρνοντας στην αγκαλιά μου απάνω
και με θλιμμένο ανάβλεμμα στυλά κοιτάζοντάς με,
"θα με ξεχάσεις;" ρώταγες "καλέ μου, σαν πεθάνω;"

Δε σ΄απαντούσα.Τη φωνή την πνίγαν οι λυγμοί μου,
κι΄έσφιγγα με παροξυσμό τ΄αδύνατο κορμί σου,
σα νά΄θελα μες στη ζωή να σε κρατήσω ενάντια
στο Χάρο,για,αν δεν μπόραγα,να πήγαινα μαζί σου.

Γιατ΄ήσουν όλη μου η ζωή,χαρά της και σκοπός της,
κι΄όσο κι΄αν εστρεφόμουνα πίσω στα περασμένα
δεν έβλεπα,δεν ένιωθα κοντά μου άλλη από σένα.

Μου φαίνονταν αδύνατο δίχως εσέ να ζήσω.
Και τώρα που με άφησες,με φρίκη αναλογιέμαι
το θάνατό σου,αγάπη μου,πως πάω να συνηθίσω.

 

Η Ζωντανή νεκρή:  ( Ουράνης Κώστας)

 

Δεν πέθανες! Στην κάμαρα ακόμα τ' αρωμά σου

είναι απλωμένο ως τώρα δα να μ' άφησες, κι απάνω

στον καναπέ ατέλειωτο μένει το κεντημά σου

και το κομμάτι που παιζες είναι ανοιχτό στο πιάνο.

Απάνω στο τραπέζι μου πάντα η δική σου εικόνα,

που πάντα με την ήμερη ματιά της με κοιτάζει,

και δεν είναι ο άνεμος, μα είσαι εσύ, την πόρτα

που μισανοίγεις για να μπεις την ώρα που βραδυάζει.

Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σε όλα:

στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του αγέρα,

στα νέφη που χρυσίζουνε σαν πάει να σβήσει η μέρα

κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νοιώθω ξαπλωμένη...

Δεν πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε:

 Tότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!

                

Το ηλιοβασίλεμα  ( Ουράνης Κώστας)

"Πίσω από μακρινές κορφές ο ήλιος βασιλεύει
και τ' ουρανού τα σύννεφα χίλιες βαφές αλλάζουν,
πράσινες, κόκκινες, ξανθές, ολόχρυσες, γαλάζες,
κι ανάμεσά τους σκάει λαμπρός λαμπρός ο αποσπερίτης.
Την πύρη του καλοκαιριού τη σβήει γλυκό αγεράκι,
που κατεβάζουν τα βουνά, που φέρνουν τ' ακρογιάλια.
Ανάρια τα κλωνάρια του κουνάει ο γερο-πεύκος
και πίνει και ρουφάει δροσιά κι αχολογάει και τρίζει.
Η βρύση η χορταρόστρωτη δροσίζει τα λουλούδια,
και μ' αλαφρό μουρμουρητό γλυκά τα νανουρίζει.
Θολώνει πέρα η θάλασσα, τα ριζοβούνια ισκιώνουν,
τα ζάλογκα μαυρολογούν, σκύβουν τα φρύδια οι βράχοι,
κι οι κάμποι γύρω οι απλωτοί πράσινο πέλαο μοιαζουν

 

Ερωτικά IV   ( Ουράνης Κώστας)

"Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φως στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και στο στέλνω πίσω!

Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θύρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.

Κι αν απ' τα βάθη ενός ληθάργου
βγήκα, σε σένα το χρωστάω,
σ' εσένα τους χυμούς που νιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!"

 

Νοσταλγίες  ( Ουράνης Κώστας)

"Μοιάζω στους γέρους ναυτικούς με τις ρυτιδωμένες
και τις σφιγγώδεις τις μορφές, που είδα στην Ολλανδία,
παράμερα στων λιμανιών τους φάρους καθισμένους,
να βλέπουνε, αμίλητοι, να φεύγουνε τα πλοία.
Τα μάτια τους, που είχανε δει κυκλώνες και ναυάγια,
λαχταριστά, νοσταλγικά τα παρακολουθούσαν,
καθώς σηκώναν τις βαριές που τρίζαν άγκυρές τους
και μπρος στους φάρους ήρεμα, πελώρια περνούσαν.
Σε λίγο στην απέραντη τη θάλασσα αλαργεύαν
και χάνονταν αφήνοντας στην πορφυρή τη δύση
έναν καπνό που αυλάκωνε τον ουρανό πριν σβήσει:
κι όμως οι γέροι ναυτικοί ακίνητοι στους φάρους,
με τη μεγάλη πίπα τους σβησμένη πια στο στόμα,
προς τα καράβια που 'φυγαν εκοίταζαν ακόμα"

 

Ταξίδι στα Κύθηρα ( Ουράνης Κώστας)

"Τ' ωραίο καράβι έτοιμο στο χαρωπό λιμάνι,
γιορταστικά με γιασεμιά και ρόδα στολισμένο,
με τις παντιέρες του αλαφριές στην ανοιξιάτικη αύρα
και τ' Όνειρό μας στο χρυσό πηδάλιο καθισμένο,
μας πήρε για τα Κύθηρα, τα θρυλικά, όπου μέσα
σε δέντρα και λούλουδα και γάργαρα νερά
υψώνεται ο μαρμάρινος ναός για τη λατρεία
της Αφροδίτης-του έρωτα τη θριαμβική θεά.
Μα το ταξίδι ήταν μακρύ κ' η χειμωνιά μας βρήκε!...
Οι φανταχτερές κι ανάλαφρες παντιέρες μουσκευτήκαν,

τα χρώματα ξεβάψανε και τ' άνθη εμαραθήκαν
και, κάπου από τους άξενους τους ουρανούς, το πλοίο
απόμεινε ακυβέρνητο στο κύμα τ' αφρισμένο
με το φτωχό μας Όνειρο στην πρύμνη πεθαμένο"

 

Η αγάπη   ( Ουράνης Κώστας)

"Δεν ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, δίχως να νιώσεις από πού
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά, με τ' άσπρα χέρια της τα δυο,
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε,
κι όταν γελώντας να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμ' εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς... Αν είναι να 'ρθει, δε να 'ρθει.
Κλειστά όλα να 'ναι, θα τη δεις άξαφνα μπρος σου να βρεθεί
κι ανοίγοντας τα μπράτσα της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό, το σπίτι για να την δεχτείς,
και σαν φανεί τρέξεις σ' αυτήν, κι εμπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει-αλλιώς θα προσπεράσει

 

Περαστικές  ( Ουράνης Κώστας)

"Γυναίκες, που σας είδα σ' ένα τρένο
τη στιγμή που κινούσε γι' άλλα μέρη,
γυναίκες, που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο,
γυναίκες σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό, μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ' ένα μαντήλι αργό να χαιρετάτε.
Να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ' τη ζωή μου μέσα, και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου"

 

Vita nuova  ( Ουράνης Κώστας)

"Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι όπως ένα δέντρο,
όπου θροΐζει ανάλαφρα σε πρωινό του Απρίλη
μεσ' σ' έναν κάμπο ειρηνικό, γεμάτον φως γαλάζιο
και παπαρούνες κόκκινες και άσπρο χαμομήλι.
Δεν θέλω πια παρά να ζω έτσι σαν ένα ρόδο,
που άνθισε κατάμονο μέσα σε πράο χειμώνα
σ' ένα πεζούλι φτωχικό κ' ηλιόφωτο, που να 'χει
ασβεστωμένο τοίχωμα να του κρατάει το χώμα.

Θεέ μου! άσε με να ζω σαν ένα από τα μύρια,
τ' ανώφελα τα έντομα που από το φως μεθάνε
και τη ζωή τους στους ανθούς ανάμεσα περνάνε,
μακριά απ' τον κόσμο μοναχό, σ' ένα λευκό σπιτάκι:
και να 'χω μέσα στην ψυχή μου των γέρων την ειρήνη
και στην καρδιά μου των φτωχών την ένθεη καλοσύνη"

 

Ένα καράβι φεύγει...  ( Ουράνης Κώστας)

"Ένα μεγάλο τετρακάταρτο καράβι
αφήνει αγάλια το λιμάνι - προς το βράδυ.
Η νηνεμία των νερών, καθώς τη σχίζει,
μ' αντιφεγγίσματα λευκών πανιών γεμίζει.
Είν' ένα ξενικό καράβι, στα πλευρά του
με κόπο συλλαβίζει ο κόσμος τ' όνομά του.
Από ποια μακρινά έχει έρθει μέρη
και το πού πάει - κανένας δεν το ξέρει.
Ούτε έν' άσπρο μαντίλι δεν το χαιρετάει,
τώρα που απ' τ' ακρολίμανο σιγά περνάει.
Μόνο οι γυναίκες το κοιτάν απ' τα μπαλκόνια,
σα ν' απολησμονήθηκαν εκεί από τα χρόνια.
Και τώρα που στο πέλαγο αρμενίζει
κι ο δειλινός ο ήλιος το φωτίζει,
- λάμπουν από χρυσάφι τα κατάρτια,
πορφύρες κυματίζουνε στα ξάρτια -,
οι άνθρωπου που κοιτάν στην παραλία
νιώθουν πιο άδεια, πιο στενή την πολιτεία
και πιο γυμνή ο καθένας τη ζωή του
- σαν κάτι να τους έφυγε μαζί του"

 

Κατοχή   (Ουράνης Κώστας)

(προσφορά της Μαρίας Κουτσάκη)

 

Αλήθεια, δάση και βουνά
υπάρχουνε στον κόσμο ακόμη;
Υπάρχουν οι μεγάλοι δρόμοι
που παν σε μέρη αλαργινά;

Ανθίζουν πάντοτε οι βραγιές;
Στους κάμπους είναι φως κι ειρήνη;
Κι έμεινε λίγη καλοσύνη
μες τις ανθρώπινες καρδιές;

Απίστευτα μας φαίνονται όλα
σ' εμάς που ζούμε τώρα χρόνια
σαν σ' ορεινά φτωχά καλύβια
που τ' αποκλείσανε τα χιόνια...

Θε να 'ρθει τάχα μιαν ημέρα
σαν από τόπους μακρινούς
η Άνοιξη που λαχταράμε;
Και θα μας εύρει ζωντανούς

 

Δον Κιχώτης  (Ουράνης Κώστας)

 

Ατσάλινος και σοβαρός απάνω στ' άλογό του
το αχαμνό, του Θερβαντές ο ήρωας περνάει,
και πίσω του, το στωικό γαϊδούρι του καβάλα
ο ιπποκόμος του ο χοντρός αγάλια ακολουθάει.
Αιώνες που ξεκίνησε κι αιώνες που διαβαίνει
με σφραγισμένα επίσημα, ερμητικά τα χείλια
και με τα μάτια εκστατικά, το χέρι στο κοντάρι,
πηγαίνοντας στα γαλανά της Χίμαιρας βασίλεια...
Στο πέρασμά του απ' τους πλατειούς του κόσμου δρόμους, όσοι
τον συντυχαίνουν, για τρελλό τον παίρνουν, τον κοιτάνε,
τον δείχνει ο ένας του αλλουνού -κι ειρωνικά γελάνε
Ω ποιητή! παρόμοια στο διάβα σου οι κοινοί
οι άνθρωποι χασκαρίζουνε. Άσε τους να γελάνε: οι Δον Κιχώτες παν μπροστά κι οι Σάντσοι ακολουθάνε

 

Το Κορίτσι των δεκατριών χρονών   (Ουράνης Κώστας)

 

Σβέλτη, γοργή και γλιστερή σα φίδι, όλη την ώρα
που να την πιάσω τέντωνα τα χέρια , ξεγλιστρούσε
και, πάντα προκαλώντας με κι όλο ξεφεύγοντάς μου,
ευτυχισμένη, - ολόκαρδα και ειρωνικά εγελούσε.

Μ' απάνω στο κυνηγητό κι απάνω στο παιγνίδι,
κάθε που σμίγαν τα κορμιά και κόλλαγαν στην πάλη,
εκείνη πια δεν γέλαγεν αθώα σαν κα πρώτα
κι εμένα ως κύμα ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.

Και, μια στιγμή, που άρπαξα τη μέση της και μ' άγρια
επιθυμία την κράτησα μέσα στη αγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τα πόδια της μέσα στα γονατά μου,                        

Την είδα που αφέθηκε γλυκά στο σφιξιμό μου, 

ενώ τα μάτια εγλάρωναν και τρέμανε τα χείλη:
κι ένοιωσα ότι μέσα της εξύπνησε το θήλυ.

 

Κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναϊς, Ειρήνη: (Ουράνης Κώστας)

 

μορφές, μέσα στη μνήμη μου, χιμαιρικές κι ωραίες,

σα ρόδινες σ' ακίνητα βάλτων νερά νυμφαίες,

-τον τόπο αφότου αφήσατε, τι να 'χετε απογίνει,

κορίτσια του παλιού καιρού, Αθηναϊς, Ειρήνη;

Ποιοι τάχα να σας χαίρουνται, σε ποια να ζείτε ξένα,

ω σεις που με μαγεύατε, παιδί, στην επαρχία,

όπως μαγεύουν έναστρης νυχτιάς την ησυχία

γλυκιές φωνές που τραγουδάν τραγούδια ευτυχισμένα,

ποιοι τάχα να σας χαίρουνται, σε ποια να ζείτε ξένα;

Σα να 'ρθαν και σας πήρανε κουρσάρικα καράβια,

ούτ' ένα μήνυμα από σας δεν ήρθε τώρα χρόνια!

Ρημάξανε τα σπίτια σας -κι απ' τα ψηλά μπαλκόνια

μόνες οι γριές οι βάγιες σας κοιτάνε προς τα βράδια:

σα να 'ρθαν και σας πήρανε κουρσάρικα καράβια...

 

Τελευταία σχεδιάσματα  (Ουράνης Κώστας)
                                (
απόσπασμα...)

Καρπό δεν έκοψα κανέναν
από το δέντρο της ζωής,
μονάχα μάζεψα ό,τι βρήκα
να 'ναι πεσμένο καταγής...

Τώρα γυρίζω και κοιτάζω
και τη ζωή αναμετρώ:
-πόσο μεγάλη ήταν η φόρα,
-πόσο το πήδημα μικρό!

 

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα ...

 

Φιλοξενία ιστοσελίδας από το sch.gr

 

Πνευματικά Δικαιώματα ® - 4ο Δημοτικό Σχολείο Ιλίου - 2003-2010