4ο Δημοτικό Σχολείο ΙΛΙΟΥ Εγκυκλοπαίδεια

4ο Δημοτικό Σχολείο ΙΛΙΟΥ

 

Διεύθυνση: Πολυτέκνων 20  Ίλιον

 Τηλέφωνο: 210-2612083 -  Fax: 210-2691536

 email: 4dimiliou@sch.gr

 

Ποιητές - ΜΑΝΟΣ (ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ)

1.   Ποιήματα: 1. Ένα καράβι μια φορά  2. Ο Άμλετ της σελήνης

 

Ένα καράβι μια φορά (Ελευθερίου Μάνος)

"Αυτό κι αν είν' απ' τ' άγραφα, τ' απίστευτα του κόσμου
αυτό κι αν είν' απ' τα τρελά που δίπλα μας περνούν.
Άραγε πράγματι έγινε ή το 'βρα μοναχός μου
για ένα καράβι μια φορά που βγήκε στη στεριά;

Δεν ήτανε ναυάγιο να πεις, μες στο σκοτάδι,
δεν έγινε ατύχημα όπως καμιά φορά.
Απλά, κάτι απίστευτο συνέβει ένα βράδυ
κι ένα καράβι σάλταρε και βγήκε απ' τα νερά.

Και μες στους δρόμους γλίστρησε σαν δέντρο ανθισμένο
λες κι είχε ρόδες να κυλά σε δρόμους και στενά
και, βρε παιδί μου, νόμιζες πως ήτανε πατίνι
έτσι γλυκά κι ανάλαφρα και μες στα σκοτεινά.

Ήτανε βράδυ Ανάστασης μ' αέρα μυρωμένο
από κερί κι ανθόνερο και τ' άνθη πασχαλιάς
και όλοι ετοιμάζονταν να δουν το Σταυρωμένο
προτού ανεβεί στους ουρανούς του κόσμου ο βασιλιάς.

"Έλα Χριστέ και Κύριε", φωνάζαν οι γερόντοι
"και τι θα δουν τα μάτια μας σ' αυτήν εδώ τη γη.
Πού ακούστηκε στα χρόνια μας μέσα στην ανθρωπότη
ο καπετάνιος στη στεριά καράβι να οδηγεί!".

"Είναι μια ανακάλυψη", φώναζαν κάποιοι άλλοι.
"Ίσως να είναι μαγικό", φώναζαν οι γριές
και το σταυρό τους κάνανε κι ένιωθαν παραζάλη
που τα κλειδιά μαγκώνανε μέσα στις κλειδαριές.

Αδειάσανε οι εκκλησιές, άδειασε κι η πλατεία
κι ο κόσμος όλος έτρεχε να δει τι είχε συμβεί,
να εξηγήσει και να βρει τη μυστική αιτία
που ένα καράβι μπόρεσε τις σκάλες ν' ανεβεί.

Τα πάνω κάτω έφερε κι έμοιαζε σαλιγκάρι
κι έτσι το καραβάκι μας περνούσε τα στενά,
σαν κρέμα οδοντόπαστας χυνότανε με χάρη
στροφές, στροφούλες έκανε φορώντας γιορτινά.

Ώσπου, επιτέλους, άρχισαν να βγαίνουν ταξιδιώτες,
κορίτσια μέσα στ' άσπρα τους κι αγόρια μες στα μπλε,
παλιές κυρίες με φτερά και ταπεινοί νησιώτες
που ήρθαν για την Ανάσταση και να μας δουν, καλέ!

Ήρθαν από τα πέρατα της γης-την Αυστραλία,
ήρθαν κι απ' τον Καναδά και την Αμερική
να δουν την πρώτη αγάπη τους, την πρώτη τους φιλία
και να μετρούν τα χρόνια τους σαν αριθμητική.

Μόνο οι παπάδες μείνανε μέσα στα ιερά τους
και λέγαν τα παράλογα που είχαν ακουστά.
Μα η ώρα επλησίαζε να πουν "Χριστός Ανέστη",
γι' αυτό και διάβαζαν αργά, σχεδόν συλλαβιστά.

Κουνούσαν το κεφάλι τους, δεν ξέραν τι συμβαίνει,
δεν θέλαν να πιστέψουνε αυτό που είπαν δυο-τρεις,
πως το καράβι της γραμμής μες στη στεριά πηγαίνει
και μες στους δρόμους άραξε και είναι ν' απορείς.

Λίγο πριν την Ανάσταση γέμισε η εκκλησία
κι οι πασχαλιές κι οι δάφνες της μυρίσανε διπλά,
μονάχα οι ψάλτες δάσκαλοι ξέραν τη σημασία
γιατί ο κόσμος είν' αλλιώς κι έχει πολλά σκαλιά.

Χρυσές λαμπάδες άναψαν κι έσκασαν βαρελότα
και το καράβι άρχισε να ρίχνει κανονιές.
Κόκκινα αυγά τσουγκρίζανε κι ανάψανε τα φώτα
να φωτιστούν τα πέλαγα κι οι σκοτεινές γωνιές.

 

Κι ήρθε και κάποιος άγιος, των ναυτικών προστάτης,
ο Άγιος Νικόλαος, γέρος θαυματουργός,
πατώντας μες στη θάλασσα σα να 'ταν ακροβάτης
κι άναψε τα βεγγαλικά σαν πυροτεχνουργός.

 

Κι ο κόσμος πάει σπίτι του κρατώντας φαναράκια
κι οι ταξιδιώτες έψαχναν να βρούνε συγγενείς
και τι χαρά που νιώθανε σ' αυτά τα μονοπάτια,
σ' ενός φιλιού τα κάλεσμα και μιας γνωστής φωνής.

Πέρασαν χρόνια κι έτρεξαν σαν το νερό στην βρύση
κι οι κάτοικοι σιγά-σιγά φεύγανε στη σειρά,
ώσπου εκείνο το νησί έγινε ερημονήσι,
φωλιά του αγέρα, του βοριά, σε κύματα αρμυρά.

Μήτε ένας φαροφύλακας δεν το φυλάει τα βράδια,
μόνο οι μέντες κι οι ροδιές, οι δάφνες κι οι μυρτιές
πίνουν της νύχτας τη δροσιά και τα πουλιά κοπάδια
μιλούν για κάποια Ανάσταση και τις παλιές φωτιές.

Υπάρχει βέβαια το νησί, το δείχνουνε κι οι χάρτες,
μα τα καράβια προσπερνούν σα να κοιτούν θεριά.
Τρελαίνεται η πυξίδα τους, φοβούνται οι επιβάτες,
μα οι καπετάνιοι ξέρουνε και κύμα και στεριά.

Μένει να πούμε τι έγινε κείνο το καραβάκι,
μα θα με κοροϊδέψουνε αν πω τι έχει συμβεί.
Ακούστηκε πως σήκωσε την άγκυρα λιγάκι
κι ήρθανε, λέει, άγγελοι κι η Παναγιά μαζί.

Και το 'χουν στο λιμάνι τους έτοιμο να σαλπάρει
με ναύτες θαλασσόλυκους, παλιούς θαλασσινούς,
ν' αρχίσει δρομολόγια και πέρα απ' το φεγγάρι
και πέρα από τα σύννεφα και τους ωκεανούς"

 

Ο Άμλετ της Σελήνης  (Ελευθερίου Μάνος)

"Ξεγέλασες τους ουρανούς με ξόρκια-μαύρη φλόγα-
πως η ζωή χαρίζεται χωρίς ν' ανατραπεί.
Κι όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια
τα μάγευες με φάρμακα στην άσωτη σιωπή.

Πενθούσες με τους Έρωτες σα να 'σουν μεθυσμένος
γιατί με τους αθάνατους είχες λογαριασμούς.
Τις άριες μιας όπερας τραύλιζες νικημένος
μιας επαρχίας μαθητής μπροστά σε δυο χρησμούς.

Τι ζήλεψες, τι τα 'θελες τα ένδοξα Παρίσια;
Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος πια παντού είναι τεκές.
Διεκδικούσες θαύματα που δίνουν τα χασίσια
και παραισθήσεις όσων ζουν μέσα στις φυλακές.

Και μια βραδιά που ντύθηκες ο Άμλετ της Σελήνης
έσβησες μ' ένα φύσημα τα φώτα της σκηνής.
Και μονολόγους άρχισες κι αινίγματα να λύνεις
μιας τέχνης και μιας εποχής παλιάς και σκοτεινής"

 

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα ...

 

Φιλοξενία ιστοσελίδας από το sch.gr

 

Πνευματικά Δικαιώματα ® - 4ο Δημοτικό Σχολείο Ιλίου - 2003-2010