Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα
Τα μαγικά μαξιλάρια |
|
Λίγα λόγια... Το βιβλίο που διαβάσαμε μας μιλάει για μια πολιτεία, την ΟΥΡΑΝΟΥΠΟΛΗ. Σε αυτή την πολιτεία δεν υπήρχανε πάρκα, Λούνα Παρκ, γενικά ό,τι δίνει χαρά στον κόσμο. Ο βασιλιάς ΑΡΠΑΤΙΛΑΟΣ, ο πιο απαίσιος άνθρωπος που μπορεί να φανταστεί ο καθένας, είχε καταργήσει όλες τις γιορτές και τις αργίες. Για παράδειγμα την Κυριακή την είχε ονομάσει ΠΡΟΔΕΥΤΕΡΑ και τα παιδιά πήγαιναν κανονικά σχολείο. Ο κόσμος είχε εξαγριωθεί με τα κατορθώματα του βασιλιά και αυτός κάλεσε τους αυλικούς του για να τους ρωτήσει, γιατί δεν τον αγαπάει ο λαός του. Συζήταγαν για ώρα και τελικά ο ΤΙΛΙΟΣ ΞΕΦΤΙΛΙΟΣ του πρότεινε για να τον αγαπήσει ο λαός του να του καταργήσει τα όνειρα. Αποφάσισαν λοιπόν να φκιάξουν εφιαλτικά μαξιλάρια για να καταργηθούν τα όνειρα του λαού. Μια μέρα λοιπόν ο δάσκαλος της ΟΥΡΑΝΟΥΠΟΛΗΣ καθώς περνούσε, όπως συνήθως, από το πέτρινο γεφύρι για να δει την μοναδική παπαρούνα που είχε μείνει κόκκινη σαν τη φωτιά, γεμάτη ελπίδα, άκουσε δυο ψιθύρους. Ήταν δυο φρουροί που ψέκαζαν την κατακόκκινη αυτή παπαρούνα. Εκείνη την ώρα καθώς την ψέκαζαν, μιλούσαν για τα εφιαλτικά μαξιλάρια. Ο Αντώνης μόλις το άκουσε πήγε και το είπε στους πολυαγαπημένους μαθητές του και αποφάσισαν να φτιάξουν αντιεφιαλτικά μαξιλάρια. Την επόμενη μέρα είχαν φέρει όλα τα καλά της γης αλλά μια έκπληξη τους περίμενε. Κάποια στιγμή, ο ΒΟΥΛΙΜΙΟΣ Ο ΒΛΙΜΑΣ, μπήκε μέσα με δυο φρουρούς και εξέτασαν τους μαθητές. Ένα βράδυ ο ΑΡΠΑΤΙΛΑΟΣ κάλεσε όλους τους αυλικούς και τους φρουρούς του για να γιορτάσουν την επέτειο των εφιαλτικών μαξιλαριών. Ο λαός εξαγριωμένος χάρη στον ΑΝΤΩΝΗ και στην ΜΥΡΤΩ πήγαν εκεί, την ώρα που είχε τελειώσει το γλέντι και είχαν ξεραθεί στον ύπνο. Πρώτος μπήκε ο ΑΝΤΩΝΗΣ ανέβηκε στο πιο ψηλό μέρος του παλατιού και έδωσε το σήμα στους πολίτες να ρίξουν τα μαξιλάρια τους και είχε ένα φανταστικό τέλος...
|
|
|