4ο Δημοτικό Σχολείο ΙΛΙΟΥ Εργασίες

4ο Δημοτικό Σχολείο ΙΛΙΟΥ

 

Διεύθυνση: Πολυτέκνων 20  Ίλιον

 Τηλέφωνο: 210-2612083 -  Fax: 210-2691536

 email: 4dimiliou@sch.gr

 

Εργασίες

"ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΧΘΕΣ ΠΑΠΠΟΥ;"

 

 

ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ: 2006-2007          
ΕΡΓΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤ’ 2 ΤΑΞΗΣ
 

Επαγγέλματα του  χθες…

 Η  ζωή είχε , έχει και θα έχει πολλές  απαιτήσεις . Καθένας άνθρωπος ήταν, είναι και θα είναι  υποχρεωμένος  να εξασφαλίσει  την τροφή και τη στέγη του  , την ενδυμασία του, την ψυχαγωγία του και άλλα. Για να καλύψει όλες αυτές τις ανάγκες του ,θα πρέπει να εργάζεται, θα  πρέπει να ασκεί , δηλαδή, κάποιο επάγγελμα.

Έτσι , βασική προϋπόθεση της εξασφάλισης  της ζωής του ανθρώπου είναι η εργασία.

Ο κοινωνικός ρόλος της εργασίας  είναι τεράστιος,  γιατί επιτρέπει την ομαλή  ένταξη του  ανθρώπου μέσα  στο οργανωμένο σύνολο  και την  ανάληψη ενός λειτουργικού ρόλου.

Με την εργασία  ο άνθρωπος  γίνεται χρήσιμος εξυπηρετώντας  το σύνολο , ενώ ταυτόχρονα  δέχεται  τις υπηρεσίες των άλλων,  που διευκολύνουν αφάνταστα τη δική του ζωή.

Σαν  καταμερισμένη  εργασία  έχει ένα τυπικό χαρακτήρα και απαιτεί  περιορισμένες ειδικές γνώσεις και ικανότητες. Αυτό  βέβαια ευκολύνει πολύ την ακρίβεια στην  άσκηση του  επαγγέλματος και έχει ευεργετικά αποτελέσματα  για την όλη  ανάπτυξη της προσωπικότητας που το ασκεί.

Σε τελική ανάλυση ο ρόλος του επαγγέλματος  είναι λειτουργικός και όχι μόνο κλείνει μέσα του την αμοιβαία  κατανόηση και αλληλοβοήθεια , αλλά  και την επιβάλλει  και για την ίδια τη διατήρησή του και για την προκοπή του ατόμου που το ασκεί.

Πολλά  από τα επαγγέλματα του χθες δεν υπάρχουν σήμερα.

Εμείς, ρωτήσαμε τους παππούδες μας και τις γιαγιάδες μας και παρουσιάζουμε μερικά από αυτά.

 

Ο  ΠΑΓΟΠΩΛΗΣ

 Το   επάγγελμα του  παγοπώλη  πρωτοεμφανίστηκε  το 1945. Ο παγοπώλης γυρνούσε  από σπίτι σε σπίτι και έβαζε  πάγο στα ψυγεία της εποχής.

Παλιά  τα  ψυγεία  ήταν  ξύλινα. Είχαν  ένα  δοχείο από λαμαρίνα , όπου ο παγοπώλης  έβαζε τον πάγο .Κυκλοφορούσε  συνήθως με μια χειράμαξα  στην  οποία έστρωνε  λινάτσες  και πάνω τους έβαζε τον πάγο. Μετά  σκέπαζε τον πάγο  με λινάτσες πάλι.

Ο  πάγος  ήταν σε  παγοκολόνες . Ο παγοπώλης  περνούσε κάθε  μέρα και όταν είχε  ζέστη, μπορεί και δυο φορές την ημέρα.

Τον παγοπώλη τον συναντούσες  στις πόλεις  και κάθε γειτονιά  είχε τον δικό της παγοπώλη. Πληρωνόταν  ανάλογα με το μέγεθος  του πάγου.

Το επάγγελμα  αυτό έπαψε  να υπάρχει  γύρω στο 1960, όταν  το παλιό ψυγείο αντικαταστάθηκε  από το ηλεκτρικό  ψυγείο

Από τη  μαθήτρια Μαργαρίτα  Πάντζαλη

  

Ο  ΓΑΛΑΤΑΣ

Σύμφωνα με τη γιαγιά  μου,  στα χρόνια της , εδώ στις πόλεις  το γάλα και το γιαούρτι δεν τα πουλούσαν στα μπακάλικα  . Υπήρχε ο γαλατάς .

Ο  γαλατάς  είχε το δικό  του  μαγαζί , αλλά κάθε  μέρα ,συνήθως το πρωί,  περνούσε  από τις γειτονιές  και άφηνε  σε κάθε σπίτι γάλα.

Τα γάλατα και τα γιαούρτια τα μετέφερε  πάνω στο  μηχανάκι του  με μία καρότσα. Το κάθε σπίτι  έδινε την παραγγελία  του  και έτσι ήξερε πόσο γάλα  θα αφήσει την επόμενη μέρα. Άλλες πάλι νοικοκυρές  έβγαιναν έξω  από το σπίτι τους την ώρα που περνούσε ο γαλατάς και αγόραζαν  ό,τι ήθελαν.

Πολλές νοικοκυρές  πλήρωναν το γάλα  καθημερινά . Άλλες πάλι μαζεμένα μία φορά την εβδομάδα. Γι’  αυτό το λόγο ο γαλατάς είχε το τεφτέρι του και  εκεί σημείωνε  τα χρέη  κάθε νοικοκυράς.

 Από τη μαθήτρια  Βιολέτα  Κελαιδή.

 ……………………………………………………………………………

 Για το ίδιο  επάγγελμα  γράφει   και η  μαθήτρια  Ειρήνη   Τσαντήλα.

 Η γιαγιά  μου γεννήθηκε  και μεγάλωσε  στην Κρήτη,  σε  ένα χωριό κοντά  στο Ρέθυμνο.

Στο χωριό της  κάθε  Τρίτη , Παρασκευή και  Κυριακή περνούσε  ο γαλατάς  , φωνάζοντας :   <<Γαλατάς , γαλατάς …Εδώ  ο γαλατάς…Τρέξτε  κοπελιές  να αγοράσετε  γάλα  και γιαούρτι…>>

Έβγαιναν  όλες  οι γυναίκες και  αγόραζαν αυτό που ήθελαν.

Τώρα πια δεν υπάρχει  ο γαλατάς  αφού  γάλατα και  γιαούρτια  πωλούνται στα  σούπερ  μάρκετ  και σε πολλά  άλλα  καταστήματα. 

Ο ΜΠΑΚΑΛΗΣ

 Στη  γειτονιά   της   γιαγιάς  μου  υπήρχε   το  μπακάλικο  του κυρ   Μήτσου.

Σε αυτό  το μπακάλικο  έκανε  η γιαγιά μου  τα ψώνια της  καθώς και οι άλλες  γειτόνισσές  της.

Ο  κυρ   Μήτσος  ήταν  ένας  καλοκάγαθος   άνθρωπος  με  κοιλίτσα  και  φαλακρίτσα.  Φορούσε  πάντα  ποδιά    που  έλαμπε  από  καθαριότητα.

Αλλά  και  το  μαγαζί του  φρόντιζε  να  ήταν  πάντα καθαρό.

Γι’ αυτό  είχε σε όλη τη  γειτονιά  τη φήμη  καλού και καθαρού  μπακάλη.

Το  μπακάλικό του  δεν ήταν  μεγάλο.

Ίσως  όμως  να της  φαινόταν  μικρό  από τα  πολλά  πράγματα  που είχε  ,όπως  μου είπε. Υπήρχαν  ράφια   μέχρι  την οροφή,  γεμάτα  από κονσέρβες  και  μπουκάλια.  Ειδικές  θήκες  για  τα  όσπρια. Υπήρχαν  τσουβάλια  για τις  πατάτες και τα  κρεμμύδια.  Το  ψυγείο  για τα  σαλάμια  και  τα  βούτυρα . Ακόμα   και  μικρά   βαρελάκια   για τα διάφορα   είδη  ελιές  που πουλούσε. Όλα   αυτά τοποθετημένα  με κατάλληλο  τρόπο , δεν  άφηναν  παρά  ελάχιστο  ελεύθερο  χώρο  μπροστά  στον  πάγκο   του κυρ   Μήτσου. 

Ο  κυρ   Μήτσος   έπιανε  κουβέντα  με τις  πελάτισσές  του για ένα  σωρό  πράγματα.  Για την  οικογένειά του,  τη δουλειά του και τόσα άλλα.

Έκανε  τους  λογαριασμούς  του με  σοβαρό  ύφος.

Κερνούσε  τα  μικρά  παιδιά  με  μπισκότα  λέγοντας: << έτσι,  σαν φίλοι που είμαστε.>>

Στις  μέρες  μας  μπακάλικα  δεν  υπάρχουν  πια. Τη θέση τους  έχουν  πάρει  τα  σούπερ  μάρκετ.

Η  γιαγιά  μου  όμως  ακόμα  θυμάται με νοσταλγία  το  μπακάλικο  του κυρ  Μήτσου  ,  μέσα  στο  στενό  δρόμο  πίσω  από την  πλατεία  της  γειτονιάς της.

 Από τη μαθήτρια  Βασιλική  Σοκολάκη.

 

Ο ΤΣΑΓΚΑΡΗΣ

            Ο     τσαγκάρης  στα  χρόνια  της   γιαγιάς μου  ,   δεν   επιδιόρθωνε  μονάχα  τα  παπούτσια  , αλλά   και  τα   έφτιαχνε  ο  ίδιος.

Πήγαινε  ο  καθένας   στο   μαγαζί του , δηλαδή,  στο τσαγκαράδικο ,0 τσαγκάρης  τούέπαιρνε  μέτρα   στα  πόδια του  και του  κατασκεύαζε  τα παπούτσια που  ήθελε  .

Καθώς  περνούσαν  τα χρόνια   ,   ιδίως  στις πόλεις,  οι τσαγκάρηδες  περιορίστηκαν  στην επιδιόρθωση των  υποδημάτων.

Τα  μαγαζιά τους  ήταν μικρά και όλα  έμοιαζαν μεταξύ τους.

Υπήρχε  ένας  ξύλινος  πάγκος  που  πάνω του ήταν  σκυμμένος ο τσαγκάρης. Πάνω  στον  πάγκο αραδιασμένα  κουτιά μικρά  και  μεγάλα που περιείχαν  καρφιά κάθε μεγέθους  ή κόλλα.  Ακόμα  υπήρχαν διάφορα περίεργα εργαλεία , εκτός από τα σφυριά και τα μαχαίρια του.

Πάνω  από τον  πάγκο  κρεμόταν  συνήθως  μια μεγάλη λάμπα, που ήταν πάντα  αναμμένη, για να ευκολύνει τον τσαγκάρη   στη δουλειά του.

Η δουλειά του ήταν  να ξεκολλά τις  φθαρμένες  σόλες και να τοποθετεί  καινουργιες.  Να ράβει  και αργότερα να γαζώνει  τα παπούτσια  εκεί που

είχαν  ξηλωθεί. Είχε  μία ειδική βάση  όπου εκεί  στερέωνε  το παπούτσι και έκανε τη δουλειά του.

Η κόλλα που χρησιμοποιούσε  είχε μια περίεργη  μυρωδιά. Το ίδιο και το βερνίκι που χρησιμοποιούσε για να  βάψει  τα παπούτσια. Όταν  έβαφαν  οι τσαγκάρηδες  τα παπούτσια συνήθως τα αράδιαζαν στο περβάζι του παραθύρου ή δίπλα στην πόρτα του μαγαζιού τους για να τεγνώσουν.          

Στους τοίχους του μαγαζιού υπήρχαν  κολλημένες  διάφορες φωτογραφίες.

Η  γνωστή φιγούρα του τσαγκάρη, σκυμμένη πάνω από τον πάγκο της δουλειάς του, μαζί και το μαγαζί του αποτελούσαν ένα κομμάτι της  παλιάς γειτονιάς. Στις μέρες μας τα τσαγκαράδικα είναι μετρημένα.

 Από τη μαθήτρια Δέσποινα Νικολοπούλου.

               

Ο ΓΑΝΩΤΖΗΣ

 Πριν χρόνια  υπήρχαν  και οι γανωτζήδες. Στο χωριό μου, σύμφωνα  με τα λόγια  του παππού, ερχόταν κάθε  Πέμπτη  ο  μπαρμπα  Γιάννης ο γανωματής.

Γυρνούσε όλο  το χωριό  και έπαιρνε  τα  ταψιά  και  τις  κατσαρόλες για να τις  καλλαλήσει,  δηλαδή να τις γυαλίσει με καλλάι, γιατί ήταν  μαύρες και καπνισμένες  από τη χρήση τους  στη φωτιά.  Τότε δεν υπήρχε  άλλος

Τρόπος για να ψήνουν το φαγητό παρά  μόνο η φωτιά.

Ο  μπαρμπα  Γιάνης  κουβαλούσε  τις  κατσαρόλες  και τα μαχαιροπίρουνα  σε ένα σακούλι στην πλάτη του και τις επέστρεφε μετά από  μία  εβδομάδα  καθαρές και γυαλισμένες. Μαζί του δεν έπαιρνε τα  καζάνια  τα οποία  έφτιαχνε  στην αυλή της  νοικοκυράς.

Τώρα δεν  υπάρχει  το επάγγελμα  του γανωματή  γιατί για  το μαγείρεμα χρησιμοποιείται  το ηλεκτρικό  ρεύμα  και  τα  ανοξείδωτα σκεύη  κουζίνας.

 Από το  μαθητή  Κυριάκο  Πετρακάκο.

  

Ο ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

 Ένα  από τα παλιά  επαγγέλματα  που  έκαναν  οι άντρες ,  ήταν  το επάγγελμα  του αγροφύλακα.  Ο  αγροφύλακας  λεγόταν  αλλιώς  δραγάτης.

Ο  ρόλος του  ήταν να φυλάει  όλα τα κτήματα  του χωριού.

Να προστατεύει  τις καλλιέργειες  και τα δέντρα  από τις κατσίκες, τα πρόβατα, τα γαϊδούρια, δηλαδή ,από τα ζωντανά.

Ακόμα  να  λύνει  τις  μικροδιαφορές  των  χωριανών που  δημιουργούνταν σχετικά με τα  χωράφια τους. Διαφορές  ως  προς  τα σύνορα των  χωραφιών  και  κλέψιμο της  σοδειάς .

Πήγαινε  ο αγροφύλακας  σαν  μάρτυρας  στα δικαστήρια  για υποθέσεις που αφορούσαν  αγροτικές  διαφωνίες , όταν  αυτές  δε λύνονταν με άλλο τρόπο.

 Από τη μαθήτρια   Πηνελόπη   Σταμούλου. 

 

Ο  ΟΜΠΡΕΛΑΣ

 Ένα άλλο  επάγγελμα  που  υπήρχε  παλιά ,  ήταν  αυτό του ομπρελά.

Ο  ομπρελάς  περνούσε  από τις  γειτονιές  με τα εργαλεία  του και  επιδιόρθωνε  τις  χαλασμένες  ομπρέλες.

Αυτό  τότε  γινόταν γιατί ο κόσμος  δεν είχε  αρκετά  χρήματα  ώστε να αγοράζει  ομπρέλες,  όταν αυτές  χαλούσαν.

Η  επιδιόρθωση  τον ομπρελών  στοίχιζε  πολύ  λίγα  χρήματα και  έτσι ο κόσμος  δεν τις  πετούσε και  απλά  τις  έφτιαχνε.

Από τη μαθήτρια   Βιολέτα  Κελαιδή.

 

Ο ΠΕΤΑΛΩΤΗΣ

Τα  παλιά  τα  χρόνια  υπήρχαν  πεταλωτές.

Πεταλωτής υπήρχε σε κάθε χωριό γιατί τα ζώα ήταν πολλά.

Είχε το δικό του μαγαζί και εκεί του πήγαιναν οι άντρες τα ζώα για να τα πεταλώσει. Οι άντρες για να σιγουρευτούν ότι τα πέταλα που έβαζε ο πεταλωτής ήταν καλά και δεν ενοχλούσαν το ζώο , το έβαζαν να περπατήσει.

Αν περπατούσε καλά όλα ήταν εντάξει και πληρωνόταν ο πεταλωτής.

Σε μερικές μόνο περιπτώσεις πήγαινε ο πεταλωτής σε σπίτια για να πεταλώσει τα άλογα.

Στις μέρες μας οι πεταλωτές είναι λιγοστοί και επισκέπτονται τα σπίτια των χωριών μετά από συνεννόηση με τους ενδιαφερόμενους.

 Από το  μαθητή   Νίκο  Μποζά.

 

Ο ΒΑΡΕΛΑΣ

 Ένα  ακόμα   επάγγελμα  του  χθες   ήταν  και το επάγγελμα  του  βαρελά.  Ο  βαρελάς  κατασκεύαζε   αλλά  και  επιδιόρθωνε  βαρέλια.

Ήταν   δύσκολη  δουλειά  όχι  μονάχα  η  κατασκευή του  βαρελιού  , αλλά  και η επιδιόρθωσή του.

Τα ξύλα  του βαρελιού  χαλούσαν εύκολα με τον  καιρό και από τη συνεχή χρήση. Γιατί τότε στα βαρέλια αποθήκευαν πολλά προιόντα.

Ο  βαρελάς  τότε  έλυνε  τα  στεφάνια  που κρατούσαν τα  ξύλα του βαρελιού  και έτσι μπορούσε  να τα τρίψει  και να τα καθαρίσει  ή και να αντικαταστήσει  τα  ξύλα  και  μετά  τοποθετούσε   πάλι  τα  στεφάνια και το βαρέλι ήταν πάλι έτοιμο για χρήση.

Σήμερα εκτός από ξύλινα υπάρχουν και πλαστικά βαρέλια που  είναι πιο  οικονομικά.

 Από τη μαθήτρια  Πηνελόπη  Σταμούλου.

 

Ο ΠΗΓΑΔΑΣ

 Στον  τόπο  μας  υπήρχαν  αρκετά  επαγγέλματα  όπως  αυτό του πηγαδά.

Ήταν  ένα  σπουδαίο  επάγγελμα  ,  γιατί  τότε  το  κάθε  σπίτι  είχε  το πηγάδι του  για να έχει  νερό  για  πότισμα  και για άλλες  χρήσεις.

Ο πηγαδάς άνοιγε το πηγάδι και ύστερα το έχτιζε.

Το χτίσιμο του πηγαδιού απαιτούσε τέχνη.

Χτιζόταν κυκλικά με πέτρες και το χτίσιμο   διαρκούσε αρκετές μέρες.

Πάνω από το πηγάδι τοποθετούνταν το μαγγάνι για το κατέβασμα και ανέβασμα του κουβά.

Σήμερα στις αυλές πολλών σπιτιών υπάρχουν πηγάδια που παίζουν διακοσμητικό ρόλο.

Από το μαθητή  Τάσο  Φιλόπουλο.

 

Ο  ΚΑΡΕΚΛΑΣ

 Ο  καρεκλάς  επιδιόρθωνε  τις παλιές  ξύλινες  καρέκλες  με την ψάθα.

Καρεκλά  συναντούσες  εκείνα τα χρόνια  και στην πόλη και στο χωριό.

Ο  καρεκλάς  που  περνούσε  από τη γειτονιά  του  παππού  μου  ήταν  ένας  καλοσυνάτος  άνθρωπος. Περιέτρεχε  τις γειτονιές  έχοντας  το καρεκλάκι του  στην πλάτη  και τα  υλικά και τα εργαλεία του στα χέρια, φωνάζοντας  με τη χαρακτηριστική του  φωνή <<καρεκλάς ,  εδώ  ο καρεκλάς>>

Οι  νοικοκυρές  που τον χρειάζονταν  τον καλούσαν  στο σπίτι τους.

Εκείνος κατέβαζε από την πλάτη του το καρεκλάκι,  καθόταν  πάνω  σε αυτό και άρχιζε  τη δουλειά του. Συνήθως  άλλαζε  τη  φθαρμένη  ψάθα, πλέκοντας την προσεκτικά. Ο παππούς  μου  ακόμα  θυμάται πόσο  γρήγορα  κουνούσε  τα χέρια του  και τον τρόπο που έπλεκε την ψάθα.

 Από τη μαθήτρια  Ειρήνη  Τσαντήλα.

  

Ο  ΝΕΡΟΥΛΑΣ

Ένα ακόμα  χρήσιμο  επάγγελμα, ήταν και ο νερουλάς.

Τότε  τα  νοικοκυριά  δεν είχαν νερό .  Υπήρχε  βέβαια  μια κεντρική  βρύση  από όπου  μπορούσες  να πάρεις νερό.  Για  άλλα σπίτια η βρύση αυτή ήταν κοντά  και για άλλα  μακριά. Ήταν πολύ κουραστικό  να  μεταφέρεις  το νερό καθημερινά στο σπίτι.

Ο νερουλάς είχε  μια καρότσα και πάνω σε αυτή ένα μεγάλο βαρέλι γεμάτο νερό.  Περνούσε  από τις  γειτονιές  και οι νοικοκυρές  που ήθελαν  αγόραζαν νερό.

 Από τη μαθήτρια  Ειρηλένα  Σκαμνάκη.

 

 

 

 

Επιστροφή στην προηγούμενη σελίδα ...

 

Φιλοξενία ιστοσελίδας από το sch.gr

 

Πνευματικά Δικαιώματα ® - 4ο Δημοτικό Σχολείο Ιλίου - 2003-2010