Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους.
Η δηλητηρίαση διακρίνεται σε οξεία ή χρόνια κα μπορεί να προκληθεί από επαφή, από δάγκωμα, με βρώση ή με την εισπνοή. Μορφή δηλητηρίασης αποτελεί και η τροφική λόγω βρώσης τοξίνης που υπάρχει φυσιολογικά στην τροφή (μανιτάρια, μύδια, κλπ) ή λόγω κατανάλωσης μολυσμένης από βακτήριο ή ιό (σταφυλόκοκκος, σαλμονέλα κά).
Η πρώτη μορφή εμπίπτει στη γενικότερη κατηγορία των δηλητήριων και έχει ανάλογη συμπτωματολογία και σοβαρότητα. Η δεύτερη οδηγεί σε γαστρεντερική νόσο που συνήθως υποχωρεί έπειτα από λίγες ημέρες.
Η θεραπευτική της αντιμετώπιση επιτυγχάνεται με την πρόληψη της αφυδάτωσης και, αν η κατάσταση επιμένει με την χορήγηση αντιβίωσης.
Στην πρόληψη συμβάλλει σημαντικά η σωστή συντήρηση, το επαρκές μαγείρεμα τροφών και η προσωπική υγιεινή των ατόμων που συμμετέχουν στην Παρασκευή και στην κατανάλωση της τροφής.
Η συμπτωματολογία των δηλητηριάσεων ποικίλλει, υπάρχουν όμως ορισμένα κοινά συμπτώματα όπως η ναυτία, ο εμετός, η διάρροια, οι παραισθήσεις, το παραλήρημα, οι σπασμοί, το κώμα.
Επειδή, ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται και σε άλλες παθήσεις, η διάγνωση είναι δυσχερής. Οι ουσίες που ανταγωνίζονται τη δράση των δηλητηρίων καλούνται αντίδοτα. Η πλύση στομάχου σε περίπτωση δηλητηρίασης ύστερα από βρώση δηλητηριωδών ουσιών παραμένει, πάντως, ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα για την αποβολή του δηλητηρίου.
Γαλανός Νικόλαος – Λιόνας Κωνσταντίνος – Ε2 |