Το βράδυ που γεννήθηκε ο χριστός, έκανε δυνατό κρύο. Τα άλογα, τα βόδια και τα άλλα ζωντανά που ήταν εκεί, έτρεξαν κοντά στο θείο βρέφος, για να το ζεστάνουν με την ανάσα τους. Παρά τις προσπάθειές τους, όμως, ο Χριστούλης κρύωνε μέσα στα άχυρά του.
Τότε, ο Ιωσήφ θέλησε ν’ ανάψει φωτιά, μα πως, που δεν υπήρχαν ξύλα πουθενά! Τότε, πήδησαν τα ποιο χοντρά τσάκνα από τα άχυρα της φάτνης και είπαν στον Ιωσήφ: «Κάψε μας εμάς να ζεστάνουμε το παιδί». Ο Ιωσήφ τα μάζεψε και τ’ άναψε. Μα λιγόθερμα όπως ήταν αυτά, καήκανε αμέσως και το κρύο άρχισε πάλι να περουνιάζει μικρούς και μεγάλους. Η Παναγία που είδε τη θυσία των αχύρων συγκινήθηκε και ευχήθηκε να είναι πάντα χρυσά. Και από τότε τα άχυρα χρυσίζουνε στον ήλιο. Ο Ιωσήφ όμως εν τω μεταξύ, πάσχιζε να βρει αλλού κλαδιά, για ν’ ανάψουν τη φωτιά. Έξω από το σπήλαιο ήταν ένα δεντρολίβανο. Ο Ιωσήφ δεν το είχε προσέξει στην αρχή, μα αυτό του φώναξε: «Πάρε με και κάψε με, κάτι μπορώ να κάνω κι εγώ για το Χριστούλη!…».
Ο Ιωσήφ έσκυψε και το έκοψε, αλλά τι φωτιά μπορούν να κάνουν τα κλαδιά ενός δεντρολίβανου; Κάηκαν κι αυτά αμέσως, ζεσταίνοντας μόνο για λίγο τα ποδαράκια του Χριστού.
Συγκινημένη πάλι η Παναγία και για τη θυσία αυτή, έδωσε την ευχή της στο δεντρολίβανο: «Να είσαι, του είπε, πάντα ευλογημένο και να φυτρώνεις κοντά στις εκκλησίες. Τα φύλλα σου να μην πέφτουνε ποτέ, η αναπνοή σου να μοσχοβολάει σαν το λιβάνι και να είσαι βάλσαμο για τους ανθρώπους». Και από τότε «βάλσαμο» το λένε το δεντρολίβανο.
Ωστόσο, ο Χριστούλης χρειαζόταν πάλι να ζεσταθεί. Έψαξε ο Ιωσήφ και πάλι, μα του κάκου. Δεν έβρισκε τίποτα. Τότε, το μεγάλο δοκάρι από αγριελιά που ήταν ψηλά στη μέση της σκεπής φώναξε: «Δε βρίσκεται κανείς να πάει να βρει τις αδελφές μου τις ελιές και να τους πει να ’ρθουνε να ζεστάνουν το Χριστό; Θα πήγαινα μονάχο μου αλλά βαστάω εγώ όλο το βάρος του σπιτιού. Δεν είναι κανείς;» «Πηγαίνω εγώ!» φώναξε ο γρύλος ξετρυπώνοντας από κάπου εκεί. «Ποιος όμως θα νανουρίσει το Χριστό;» «Εγώ, είπε ένα δοκάρι από πικραμυγδαλιά, κι αν δεις καμιά δικιά μου αδερφή, πες της να ’ρθει κι αυτή.» Κι ευθύς το δοκάρι της πικραμυγδαλιάς πήρε ένα σαράκι και το ’βαλε να τραγανίζει το κορμί του, για ν’ ακούει ο Χριστός.
Η Παναγιά όμως το σταμάτησε κι από τότε το σαράκι δεν τρώει το ξύλο της πικραμυγδαλιάς. Στο μεταξύ, ο γρύλος τρέχοντας στον κάμπο, βρήκε μια γέρικη ελιά. Μόλις άκουσε τι της είπε ο γρύλος, σηκώθηκε μ’ όλα της τα γεράματα, ακούμπησε σ’ ένα χοντρό κλαδί της, τράβηξε τις ρίζες της βαθιά από τη γη και βάδισε σιγά – σιγά και κουρασμένη από τα χρόνια – χιλίων χρονών θα ήτανε –κούτσα-κούτσα έφτασε μπροστά στη φάτνη. Από κοντά της, σαν κοπελίτσα, ερχόταν μία πικραμυγδαλιά, μικρή σαν παιδούλα. Η γριά ελιά έπεσε και προσκύνησε το Χριστό κι έπειτα είπε να την ανάψουν. Ο κορμός της όμως ήτανε χοντρός και δεν άναβε.
- Κι εμένα γιατί με λησμονήσατε; Ήταν η πικραμυγδαλιά που δεν την είχαν δει όταν μπήκε. - Εγώ μπορώ ν’ ανάψω την ελιά. Είμαι καλό προσάναμμα! - Και γονατίζοντας χάμω, τρύπωσε στης γριάς ελιάς την αγκαλιά. Ο Ιωσήφ πλησίασε τότε και άναψε την πικραμυγδαλιά. Και φούντωσε τότε μια φωτιά θεόρατη κι έλαμψαν όλα εκεί μέσα και γλύκανε το κρύο κι έφυγε η παγωνιά.
Έτσι συνήλθε ο Χριστούλης κι η Παναγιά ευλόγησε το δέντρο της ελιάς και είπε: - Ο χυμός σου να δίνει αιώνια φως στα καντήλια εμπρός στις εικόνες των ναών. Ο κόσμος να χαίρεται το λάδι σου στα γλέντια του και στις γιορτές του. - Κι εμένα; Ακούστηκε άξαφνα μια φωνούλα μέσα από το θρασομάνι της φωτιάς. Εμένα με ξεχνάς, Παναγίτσα μου;
Ήταν η φτωχούλα η πικραμυγδαλιά. Κι η Παναγιά, την ευλόγησε κι αυτήν: - Να γλυκάνει ο καρπός σου της είπε, και να γίνει νόστιμος σαν το διαλεχτό ψωμί και να στολίζει τις χριστοκουλούρες που θα φτιάχνουνε κάθε Χριστούγεννα.
Και τότε από μία μεριά πολύ κοντά στη φωτιά, ακούστηκε ένα παραπονιάρικο τραγούδι. Ήταν ο γρύλος. - Τι έχεις εσύ πλασματάκι του Θεού; Τον ρώτησε με καλοσύνη. - Εκείνο που δεν μου’ χεις δώσει Θεομάνα, είπε πονηρά ο γρύλος. Την ευχή σου θέλω κι εγώ.
Και η Παναγία γέλασε και του’ πε σοβαρεύοντας μετά: - Να είσαι πάντα στις γωνιές τις ευλογημένες των σπιτιών και τα μακριά σου πόδια να’ ναι γρήγορα και να φεύγεις όταν η ανάγκη σε καλεί και εχθρός να μην σε πιάνει…
ΛΙΖΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ - Ε1 |