Χριστούγεννα
Σε μια μακρινή έρημο της Ανατολής μεγάλωνε από τα παλιά χρόνια μια χουρμαδιά. Ήταν ψηλή, ψηλότερη από κάθε άλλη χουρμαδιά. Λοιπόν, καθώς έστεκε μονάχη μέσα στην έρημο, είδε κάτι πολύ παράξενο κι από την ταραχή της σείστηκε η κορυφή της. Εκεί πέρα, στην άκρη της ερήμου περπατούσανε δυο άνθρωποι. Η χουρμαδιά ήξερε καλά τους συνηθισμένους ταξιδιώτες της ερήμου, μα τούτοι δω ήτανε διαφορετικοί. Ούτε καμήλες είχανε μαζί τους ούτε σκηνές ούτε νερό. «Φαίνεται πως ήρθανε εδώ για να πεθάνουν», συλλογίστηκε η χουρμαδιά κι έριξε μια βιαστική ματιά ολόγυρά της. «Παράξενο, σκέφτηκε, ακόμα δεν ετοιμάστηκε το λιοντάρι βλέποντας ένα τέτοιο κυνήγι.» και προσπαθούσε να σκεφτεί κάτι άλλο. «Θεέ μου, τι είναι αυτό που κρατά η γυναίκα στα χέρια της; Θαρρώ πως κουβαλάνε κι ένα μωρό μαζί τους, οι αστόχαστοι. Αν μπορούσα να τους συμβουλέψω, θα τους έλεγα να γυρίσουν πίσω!» Θυμήθηκε η χουρμαδιά πως κάποτε ήρθανε σ’ αυτή την όαση ο Σολομώντας και η βασίλισσα του Σαββά. Η βασίλισσα φύτεψε στο χώμα ένα σπόρο από χουρμά και είπε:«Ας φυτρώσει απ’ αυτό μια χουρμαδιά που θα ζει μέχρι να γεννηθεί ένας βασιλιάς που θα είναι ανώτερος απ’ το Σολομώντα». «Γιατί άραγε θυμήθηκα σήμερα αυτή την ιστορία; Ακούω τα φύλλα μου να λένε ένα τραγούδι λυπητερό, γιατί άραγε;» Οι οδοιπόροι ζυγώσανε και η χουρμαδιά έμαθε πως ο Ηρώδης τους είχε κυνηγήσει. Ξαφνικά η γυναίκα σήκωσε το κεφάλι. «Χουρμάδες» φώναξε με λαχτάρα αλλά δεν μπορούσε να τους φτάσει. Το παιδί που έπαιζε είπε ξαφνικά:«Δέντρο, σκύψε σκύψε». Η χουρμαδιά χωρίς να το θέλει άρχισε να σκύβει. Μια δύναμη την έσπρωξε. Αφού πήρανε τους χουρμάδες οι ταξιδιώτες, πήρανε πάλι το δρόμο μέσα στην έρημο. Ένα καραβάνι πέρασε αργότερα από την όαση. Είδανε οι οδοιπόροι πως η κορυφή της χουρμαδιάς είχε μαραθεί. ―Παράξενο, είπε ένας, άκουσα να λένε πως αυτή η χουρμαδιά δε θα πεθάνει πριν δει βασιλιά πιο τρανό απ’ τον Σολομώντα. ―Μπορεί λοιπόν να τον είδε! αποκρίθηκε ο άλλος.
|